- ουλώδης
- -ες [ουλή]1. αυτός που έχει πολλές ουλές, γεμάτος ουλές2. αυτός που μοιάζει με ουλή3. φρ. «ουλώδης ιστός»ιατρ. ιστός που προέρχεται από το σύνολο τών διαδικασιών τής ουλοποίησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουλοποίηση — (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο.… … Dictionary of Greek
συγχειλία — η, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. ουλώδης σύμφυση τών χειλέων αρχ. στον πληθ. αἱ συγχειλίαι το σημείο ένωσης τών χειλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειλία (< χεῖλος, τὸ)] … Dictionary of Greek
συμβλέφαρο — το, Ν ιατρ. ουλώδης σύμφυση ανάμεσα στα βλέφαρα ή σε ένα βλέφαρο και στον βολβό τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. symblepharon (< συν * + βλέφαρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη] … Dictionary of Greek